- εχοντως
- ἐχόντωςимея, обладая
νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. — разумно, толково
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. — разумно, толково
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] … Dictionary of Greek
ἐχόντως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] … Dictionary of Greek